- σούμπιτο
- Νβλ. σούμπιτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σούμπιτος — η, ο, Ν αιφνίδιος, ξαφνικός. επίρρ... σουμπιτο Ν 1. αιφνίδια, ξαφνικά 2. μεμιάς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. subito «ξαφνικός, αιφνίδια»] … Dictionary of Greek